- φάγεσαι
- ἐσθίωeatfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάγομαι — και σπάν. ενεργ τ. φάγω Α τρώγω («πρόσελθε ὦδε καὶ φάγεσαι τῶν ἄρτων», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Μέλλ. σχηματισμένος από τον αόρ. β φαγεῖν τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» αναλογικά προς τους τ. ἔδομαι, πίομαι] … Dictionary of Greek